ἐπέρασε

ἐπέρασε
ἐπιρραίνω
sprinkle upon
aor ind act 3rd sg (epic)
ἐπέρᾱσε , περάω 1
drive right through
aor ind act 3rd sg (attic)
ἐπέρᾱσε , περάω 1
drive right through
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
περάω 2
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • ἐπέρασ' — ἐπέρᾱσαι , ἐπερέομαι aor imperat mp 2nd sg (attic) ἐπέρασα , ἐπιρραίνω sprinkle upon aor ind act 1st sg (epic) ἐπέρασε , ἐπιρραίνω sprinkle upon aor ind act 3rd sg (epic) ἐπέρᾱσα , περάω 1 drive right through aor ind act 1st sg (attic) ἐπέρᾱσα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάσκαρης, Χρήστος — (Χάβαρη Ηλείας 1931 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως, αλλά δεν εργάστηκε ποτέ ως δάσκαλος. Αντίθετα, σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων της Πάτρας, όπου είχε εγκατασταθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”